- χρυσόβιβλος
- η, Ν(παλαιότερα) χρυσή βίβλος, βιβλίο στο οποίο καταγράφονταν οι ευγενείς κάθε τόπου.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + βίβλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Εμμ. Ροΐδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek